- ασεισμικός
- η , ό[ν] не подверженный землетрясениям; не сейсмический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασεισμικός — ή, ό 1. (για έδαφος) εκείνο το οποίο δεν παρουσιάζει σεισμική δραστηριότητα 2. (για οικοδομές) ο αντισεισμικός … Dictionary of Greek